Red NoteBook - [στήλες] Εκλεκτικές συγγένειες: ναζί και νεοφιλελεύθεροι
Από γνωστούς ηθοποιούς που αποφάσισαν να πολιτευτούν έως το Protagon, από τον Τζήμερο και την παρέα του των βορείων προαστίων έως τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους της ΝΔ, η Χρυσή Αυγή αντιμετωπίζεται με επιείκεια, ανοχή, και συμπάθεια –συγκεκαλυμμένη μεν, πλην όμως ορατή δια γυμνού οφθαλμού, ως ημι-παράνομη έλξη
Του Ηλία Ιωακείμογλου
Η άνοδος του ναζισμού στην Ελλάδα, εκτός από τις άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις που μας επεφύλασσε, ανέδειξε και την απροσδόκητη ανεκτικότητα των νεοφιλελεύθερων έναντι του οργανωμένου φασισμού. Από γνωστούς ηθοποιούς που αποφάσισαν να πολιτευτούν έως το Protagon, από τον Τζήμερο και την παρέα του των βορείων προαστίων έως τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους της ΝΔ, η Χρυσή Αυγή αντιμετωπίζεται με επιείκεια, ανοχή, και συμπάθεια –συγκεκαλυμμένη μεν, πλην όμως ορατή δια γυμνού οφθαλμού, ως ημι-παράνομη έλξη. Πρόκειται για μια έλξη που απελευθερώνει το μίσος των νεοφιλελεύθερων για την Αριστερά. Ένα μίσος που παρέμενε βουβό και υπόγειο επί δεκαετίες εξαιτίας των όρων του πολιτικού παιχνιδιού που είχαν διαμορφωθεί στην προηγούμενη ιστορική περίοδο: Από τον αντιδικτατορικό αγώνα και την Μεταπολίτευση, είχε αναδυθεί μια Αριστερά υπερβολικά δημοκρατική, νόμιμη και σεβαστή, ενάντια στην οποία ήταν αδύνατο να εκφωνήσεις τα εμφυλιοπολεμικά ιδεολογήματα της Δεξιάς χωρίς να γίνεις γραφικός. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής επιτρέπει στο βουβό μίσος των νεοφιλελεύθερων να εκφραστεί, προς το παρόν ακολουθώντας παράπλευρους δρόμους, σαν νευρωτικό μίσος που δεν μπορεί να πάρει ακόμη την μορφή της ναζιστικής υστερίας.
Τι είναι, όμως, αυτό που θεμελιώνει το κοινό μίσος των νεοφιλελεύθερων και των ναζήδων για την Αριστερά;
Όσο και αν φαίνεται παράδοξο εκ πρώτης όψεως, ο νεοφιλελευθερισμός μοιράζεται με τον ναζισμό τον ίδιο ιδεολογικό πυρήνα, που είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός. Πρόκειται για τον ίδιο ιδεολογικό πυρήνα που παίρνει δύο διαφορετικές μορφές, που αποτελεί την πρώτη ύλη για τη διατύπωση δύο ξεχωριστών πολιτικών θεωριών, δύο ιδιαίτερων ηγεμονικών πολιτικών σχεδίων, τόσο ξεχωριστών και τόσο ιδιαίτερων που πρέπει να ξύσουμε αρκετά την επιφάνειά τους για να διακρίνουμε τον κοινό τους πυρήνα.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός δια της αγοράς. Τόπος που παράγει αλήθεια, η αγορά, επικυρώνει κοινωνικά τις ατομικές δεξιότητες, γνώσεις, προσπάθειες και θυσίες όσων παράγουν εμπορεύματα –είτε αυτοπροσώπως είτε με τη διαμεσολάβηση ενός εργοδότη. Κάθε άτομο ρίχνεται στον ανταγωνισμό με τους άλλους παραγωγούς, με τα εφόδιά του, που είναι το «ανθρώπινο κεφάλαιο» του, για την επικράτηση, την υλική ανταμοιβή, τον πλουτισμό και την κοινωνική αναγνώριση. Η επιβίωση και η κοινωνική άνοδος των ικανοτέρων, δηλαδή των ισχυρότερων, είναι το παιχνίδι της καπιταλιστικής αγοράς το οποίο αποθεώνει ο νεοφιλελευθερισμός. Για τα θύματα αυτού του κοινωνικού πολέμου δεν υπάρχει καμία πρόνοια εκτός από την φιλανθρωπία, είτε με την παραδοσιακή της μορφή είτε ως «δίχτυ κοινωνικής προστασίας» για όσους πέφτουν εκτός παλαίστρας. Το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος δεν έχει αξία για αυτούς επειδή νοθεύει το παιχνίδι της αγοράς, που είναι τόπος παραγωγής αλήθειας: μιας αλήθειας που πρέπει να ακουστεί επειδή εγκαθιδρύει μια φυσική τάξη πραγμάτων μεταξύ ατόμων με κριτήριο την προσωπική τους αξία, το «ανθρώπινο κεφάλαιό» τους. Ο κοινωνικός δαρβινισμός των νεοφιλελεύθερων είναι λοιπόν ένα καθεστώς διακρίσεων που θέλει να εμφανίζεται ως αποτέλεσμα δικαιοσύνης –μιας δικαιοσύνης που απονέμεται στους «άξιους», σε μια δημοκρατική ελίτ, που δεν προσδιορίζεται από τον Θεό, αλλά από τον φυσικό τόπο παραγωγής αλήθειας που είναι η αγορά. Οι χαμένοι της αγοράς, σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία με δεξιά διακυβέρνηση είναι οι φτωχοί που ζουν στο όριο της ανθρώπινης ύπαρξης, και σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία με σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση είναι οι φτωχοί που ζουν με «δίχτυ κοινωνικής προστασίας». Σε κάθε περίπτωση, οι πιο αδύναμοι πρέπει να κάνουν στην άκρη για να ζήσουν οι ισχυροί με τον πλούτο και την φήμη που τους αξίζει.
Ο ναζισμός είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός των λαϊκών στρωμάτων, ο κοινωνικός δαρβινισμός της φυσικής βίας των λαϊκών στρωμάτων που ασκείται επί των πιο αδύναμων για να σωθούν οι υπόλοιποι. Την «αλήθεια» εδώ την παράγει η φαντασίωση της βιολογικής διαφοράς , της καθαρότητας του «ελληνικού αίματος», που ορίζει μια πρωταρχική κοινωνική ενότητα, το Ελληνικό Έθνος, μια ενότητα που υπερβαίνει κατά πολύ τις ταξικές και γενικά όλες τις κοινωνικές διαιρέσεις. Αυτό που επικυρώνει κοινωνικά την ατομική «αξία», τα ατομικά προτερήματα, στην περίπτωση του ναζισμού, είναι το Αίμα, η Φυλή, η υποτιθέμενη βιολογική ανωτερότητα των Ελλήνων. Κάθε άτομο ρίχνεται στον ανταγωνισμό με τους εχθρούς της Φυλής, με τα εφόδιά του, που είναι η φυσική του ανωτερότητα και η δύναμη της θέλησης που απορρέει από αυτήν, για την επικράτηση, την υλική ανταμοιβή, και την κοινωνική αναγνώριση από τα άλλα μέλη του Έθνους. Η επιβίωση και η κοινωνική άνοδος των ικανοτέρων, δηλαδή των ισχυρότερων, είναι το παιχνίδι της πολιτικής βίας το οποίο αποθεώνει ο ναζισμός. Για τα θύματα ενός τέτοιου κοινωνικού πολέμου, όλους τους αδύναμους ανθρώπους και τους υπερασπιστές τους (τους προδότες του Έθνους, αναρχικούς, αντιεξουσιαστές και κομμουνιστές), δεν υπάρχει καμία πρόνοια, αντιθέτως υπάρχει η πρόθεση της εξόντωσης. Το κοινωνικό κράτος έχει αξία για τους ναζήδες, μόνο όμως για τους Έλληνες, επειδή είναι μηχανισμός αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της Φυλής. Ο κοινωνικός δαρβινισμός του ναζί είναι λοιπόν ένα καθεστώς διακρίσεων που θέλει να εμφανίζεται ως αποτέλεσμα δικαιοσύνης –μιας δικαιοσύνης που απονέμεται στους «άξιους», σε μια βιολογική ελίτ, που προσδιορίζεται από τον υποτιθέμενο φυσικό τόπο παραγωγής αλήθειας που είναι η βιολογική διαφορά, το Αίμα. Οι πιο αδύναμοι πρέπει να κάνουν στην άκρη, στην εξορία ή στον θάνατο, για να ζήσουν οι ισχυροί με τον πλούτο και την δόξα που τους αξίζει.
Βεβαίως, θα ήταν άδικο να εξομοιώσουμε τον νεοφιλελευθερισμό με τον ναζισμό, αφού οι διαφορές στην επιφάνεια είναι πολλές: ο νεοφιλελευθερισμός προσφέρει στους ισχυρούς τα προνόμια της αστικής τάξης ενώ ο ναζισμός το προνόμιο μιας απλής επιβίωσης, τα κριτήρια με τα οποία οι δύο ιδεολογίες αποφασίζουν ποιος ανήκει στους εκλεκτούς είναι διαφορετικά, ο ναζισμός συγκροτείται ως εθνικισμός ενώ ο νεοφιλελευθερισμός ως διεθνισμός, ο ένας περιφρονεί την αστική δημοκρατία, ο άλλος την αποθεώνει (έστω στα λόγια) κλπ.
Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε στις δύο ιδεολογίες και μια συγγένεια, μιαν εκλεκτική συγγένεια, έναν κοινό ιδεολογικό πυρήνα, που είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός: Αμφότερες οι ιδεολογίες επιχειρούν να νομιμοποιήσουν καθεστώτα διάκρισης σε βάρος των πιο αδύναμων για να αμειφθούν οι ισχυρότεροι με πλούτο, φήμη, δόξα ή έστω με μιαν απλή επιβίωση σε καιρούς κρίσης. Ο καθένας με τον τρόπο του, ο νεοφιλελεύθερος και ο ναζί, θέλουν να εγκαθιδρύσουν καθεστώτα διάκρισης που προσφέρουν σε μερικούς το προνόμιο της υπεροχής έναντι των πιο αδύναμων. Για αυτόν τον λόγο τρέφουν το ίδιο μίσος για την Αριστερά, έξαλλο και υστερικό οι μεν, νευρωτικό και ύπουλο οι δε, πάντως το ίδιο μίσος για την Αριστερά, επειδή θέλει να χτίσει μια κοινωνία όπου οι ισχυροί δεν θα συνθλίβουν τους αδύναμους επειδή αυτή η διάκριση δεν θα είναι καν σημαντική και θα θεωρείται κατάλοιπο βαρβαρότητας.
Απομένει τώρα να δούμε σε ποια πολιτικά μονοπάτια μάς οδηγεί αυτή η εκλεκτική συγγένεια στην σημερινή συγκυρία πολιτικής κρίσης, δηλαδή με ποιο τρόπο εκφράζεται ή μπορεί να εκφραστεί στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Από γνωστούς ηθοποιούς που αποφάσισαν να πολιτευτούν έως το Protagon, από τον Τζήμερο και την παρέα του των βορείων προαστίων έως τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους της ΝΔ, η Χρυσή Αυγή αντιμετωπίζεται με επιείκεια, ανοχή, και συμπάθεια –συγκεκαλυμμένη μεν, πλην όμως ορατή δια γυμνού οφθαλμού, ως ημι-παράνομη έλξη
Του Ηλία Ιωακείμογλου
Η άνοδος του ναζισμού στην Ελλάδα, εκτός από τις άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις που μας επεφύλασσε, ανέδειξε και την απροσδόκητη ανεκτικότητα των νεοφιλελεύθερων έναντι του οργανωμένου φασισμού. Από γνωστούς ηθοποιούς που αποφάσισαν να πολιτευτούν έως το Protagon, από τον Τζήμερο και την παρέα του των βορείων προαστίων έως τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους της ΝΔ, η Χρυσή Αυγή αντιμετωπίζεται με επιείκεια, ανοχή, και συμπάθεια –συγκεκαλυμμένη μεν, πλην όμως ορατή δια γυμνού οφθαλμού, ως ημι-παράνομη έλξη. Πρόκειται για μια έλξη που απελευθερώνει το μίσος των νεοφιλελεύθερων για την Αριστερά. Ένα μίσος που παρέμενε βουβό και υπόγειο επί δεκαετίες εξαιτίας των όρων του πολιτικού παιχνιδιού που είχαν διαμορφωθεί στην προηγούμενη ιστορική περίοδο: Από τον αντιδικτατορικό αγώνα και την Μεταπολίτευση, είχε αναδυθεί μια Αριστερά υπερβολικά δημοκρατική, νόμιμη και σεβαστή, ενάντια στην οποία ήταν αδύνατο να εκφωνήσεις τα εμφυλιοπολεμικά ιδεολογήματα της Δεξιάς χωρίς να γίνεις γραφικός. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής επιτρέπει στο βουβό μίσος των νεοφιλελεύθερων να εκφραστεί, προς το παρόν ακολουθώντας παράπλευρους δρόμους, σαν νευρωτικό μίσος που δεν μπορεί να πάρει ακόμη την μορφή της ναζιστικής υστερίας.
Τι είναι, όμως, αυτό που θεμελιώνει το κοινό μίσος των νεοφιλελεύθερων και των ναζήδων για την Αριστερά;
Όσο και αν φαίνεται παράδοξο εκ πρώτης όψεως, ο νεοφιλελευθερισμός μοιράζεται με τον ναζισμό τον ίδιο ιδεολογικό πυρήνα, που είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός. Πρόκειται για τον ίδιο ιδεολογικό πυρήνα που παίρνει δύο διαφορετικές μορφές, που αποτελεί την πρώτη ύλη για τη διατύπωση δύο ξεχωριστών πολιτικών θεωριών, δύο ιδιαίτερων ηγεμονικών πολιτικών σχεδίων, τόσο ξεχωριστών και τόσο ιδιαίτερων που πρέπει να ξύσουμε αρκετά την επιφάνειά τους για να διακρίνουμε τον κοινό τους πυρήνα.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός δια της αγοράς. Τόπος που παράγει αλήθεια, η αγορά, επικυρώνει κοινωνικά τις ατομικές δεξιότητες, γνώσεις, προσπάθειες και θυσίες όσων παράγουν εμπορεύματα –είτε αυτοπροσώπως είτε με τη διαμεσολάβηση ενός εργοδότη. Κάθε άτομο ρίχνεται στον ανταγωνισμό με τους άλλους παραγωγούς, με τα εφόδιά του, που είναι το «ανθρώπινο κεφάλαιο» του, για την επικράτηση, την υλική ανταμοιβή, τον πλουτισμό και την κοινωνική αναγνώριση. Η επιβίωση και η κοινωνική άνοδος των ικανοτέρων, δηλαδή των ισχυρότερων, είναι το παιχνίδι της καπιταλιστικής αγοράς το οποίο αποθεώνει ο νεοφιλελευθερισμός. Για τα θύματα αυτού του κοινωνικού πολέμου δεν υπάρχει καμία πρόνοια εκτός από την φιλανθρωπία, είτε με την παραδοσιακή της μορφή είτε ως «δίχτυ κοινωνικής προστασίας» για όσους πέφτουν εκτός παλαίστρας. Το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος δεν έχει αξία για αυτούς επειδή νοθεύει το παιχνίδι της αγοράς, που είναι τόπος παραγωγής αλήθειας: μιας αλήθειας που πρέπει να ακουστεί επειδή εγκαθιδρύει μια φυσική τάξη πραγμάτων μεταξύ ατόμων με κριτήριο την προσωπική τους αξία, το «ανθρώπινο κεφάλαιό» τους. Ο κοινωνικός δαρβινισμός των νεοφιλελεύθερων είναι λοιπόν ένα καθεστώς διακρίσεων που θέλει να εμφανίζεται ως αποτέλεσμα δικαιοσύνης –μιας δικαιοσύνης που απονέμεται στους «άξιους», σε μια δημοκρατική ελίτ, που δεν προσδιορίζεται από τον Θεό, αλλά από τον φυσικό τόπο παραγωγής αλήθειας που είναι η αγορά. Οι χαμένοι της αγοράς, σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία με δεξιά διακυβέρνηση είναι οι φτωχοί που ζουν στο όριο της ανθρώπινης ύπαρξης, και σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία με σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση είναι οι φτωχοί που ζουν με «δίχτυ κοινωνικής προστασίας». Σε κάθε περίπτωση, οι πιο αδύναμοι πρέπει να κάνουν στην άκρη για να ζήσουν οι ισχυροί με τον πλούτο και την φήμη που τους αξίζει.
Ο ναζισμός είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός των λαϊκών στρωμάτων, ο κοινωνικός δαρβινισμός της φυσικής βίας των λαϊκών στρωμάτων που ασκείται επί των πιο αδύναμων για να σωθούν οι υπόλοιποι. Την «αλήθεια» εδώ την παράγει η φαντασίωση της βιολογικής διαφοράς , της καθαρότητας του «ελληνικού αίματος», που ορίζει μια πρωταρχική κοινωνική ενότητα, το Ελληνικό Έθνος, μια ενότητα που υπερβαίνει κατά πολύ τις ταξικές και γενικά όλες τις κοινωνικές διαιρέσεις. Αυτό που επικυρώνει κοινωνικά την ατομική «αξία», τα ατομικά προτερήματα, στην περίπτωση του ναζισμού, είναι το Αίμα, η Φυλή, η υποτιθέμενη βιολογική ανωτερότητα των Ελλήνων. Κάθε άτομο ρίχνεται στον ανταγωνισμό με τους εχθρούς της Φυλής, με τα εφόδιά του, που είναι η φυσική του ανωτερότητα και η δύναμη της θέλησης που απορρέει από αυτήν, για την επικράτηση, την υλική ανταμοιβή, και την κοινωνική αναγνώριση από τα άλλα μέλη του Έθνους. Η επιβίωση και η κοινωνική άνοδος των ικανοτέρων, δηλαδή των ισχυρότερων, είναι το παιχνίδι της πολιτικής βίας το οποίο αποθεώνει ο ναζισμός. Για τα θύματα ενός τέτοιου κοινωνικού πολέμου, όλους τους αδύναμους ανθρώπους και τους υπερασπιστές τους (τους προδότες του Έθνους, αναρχικούς, αντιεξουσιαστές και κομμουνιστές), δεν υπάρχει καμία πρόνοια, αντιθέτως υπάρχει η πρόθεση της εξόντωσης. Το κοινωνικό κράτος έχει αξία για τους ναζήδες, μόνο όμως για τους Έλληνες, επειδή είναι μηχανισμός αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της Φυλής. Ο κοινωνικός δαρβινισμός του ναζί είναι λοιπόν ένα καθεστώς διακρίσεων που θέλει να εμφανίζεται ως αποτέλεσμα δικαιοσύνης –μιας δικαιοσύνης που απονέμεται στους «άξιους», σε μια βιολογική ελίτ, που προσδιορίζεται από τον υποτιθέμενο φυσικό τόπο παραγωγής αλήθειας που είναι η βιολογική διαφορά, το Αίμα. Οι πιο αδύναμοι πρέπει να κάνουν στην άκρη, στην εξορία ή στον θάνατο, για να ζήσουν οι ισχυροί με τον πλούτο και την δόξα που τους αξίζει.
Βεβαίως, θα ήταν άδικο να εξομοιώσουμε τον νεοφιλελευθερισμό με τον ναζισμό, αφού οι διαφορές στην επιφάνεια είναι πολλές: ο νεοφιλελευθερισμός προσφέρει στους ισχυρούς τα προνόμια της αστικής τάξης ενώ ο ναζισμός το προνόμιο μιας απλής επιβίωσης, τα κριτήρια με τα οποία οι δύο ιδεολογίες αποφασίζουν ποιος ανήκει στους εκλεκτούς είναι διαφορετικά, ο ναζισμός συγκροτείται ως εθνικισμός ενώ ο νεοφιλελευθερισμός ως διεθνισμός, ο ένας περιφρονεί την αστική δημοκρατία, ο άλλος την αποθεώνει (έστω στα λόγια) κλπ.
Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε στις δύο ιδεολογίες και μια συγγένεια, μιαν εκλεκτική συγγένεια, έναν κοινό ιδεολογικό πυρήνα, που είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός: Αμφότερες οι ιδεολογίες επιχειρούν να νομιμοποιήσουν καθεστώτα διάκρισης σε βάρος των πιο αδύναμων για να αμειφθούν οι ισχυρότεροι με πλούτο, φήμη, δόξα ή έστω με μιαν απλή επιβίωση σε καιρούς κρίσης. Ο καθένας με τον τρόπο του, ο νεοφιλελεύθερος και ο ναζί, θέλουν να εγκαθιδρύσουν καθεστώτα διάκρισης που προσφέρουν σε μερικούς το προνόμιο της υπεροχής έναντι των πιο αδύναμων. Για αυτόν τον λόγο τρέφουν το ίδιο μίσος για την Αριστερά, έξαλλο και υστερικό οι μεν, νευρωτικό και ύπουλο οι δε, πάντως το ίδιο μίσος για την Αριστερά, επειδή θέλει να χτίσει μια κοινωνία όπου οι ισχυροί δεν θα συνθλίβουν τους αδύναμους επειδή αυτή η διάκριση δεν θα είναι καν σημαντική και θα θεωρείται κατάλοιπο βαρβαρότητας.
Απομένει τώρα να δούμε σε ποια πολιτικά μονοπάτια μάς οδηγεί αυτή η εκλεκτική συγγένεια στην σημερινή συγκυρία πολιτικής κρίσης, δηλαδή με ποιο τρόπο εκφράζεται ή μπορεί να εκφραστεί στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου